μικραίνω

μικραίνω
achever

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μικραίνω — μικραίνω, μίκρυνα βλ. πίν. 47 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μικραίνω — (Μ σμικραίνω και σμικρύνω) [μικρός] 1. καθιστώ κάτι μικρό ή μικρότερο σε σχέση με ό,τι ήταν πριν, ελαττώνω, μειώνω 2. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω («οι μέρες άρχισαν να μικραίνουν») μσν. 1. υποτιμώ 2. συντομεύω 3. μτφ. υποβιβάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • μικραίνω — μίκρυνα, μικρύνθηκα, μικρυμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να είναι ή να φαίνεται μικρό: Πάχυνε και της μίκρυναν όλα τα ρούχα. 2. αμτβ., γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι, λιγοστεύω: Η σύνταξη μίκρυνε μετά την επιβολή των νέων φορολογικών μέτρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίκρεμα — και μίκραιμα, το [μικραίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μικραίνω, σμίκρυνση, μείωση, ελάττωση, βράχυνση …   Dictionary of Greek

  • μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς …   Dictionary of Greek

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • βραχύνω — (AM βραχύνω) [βραχύς] 1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο νεοελλ. (προστ.) βραχύνατε στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό …   Dictionary of Greek

  • επιτέμνω — (Α ἐπιτέμνω, ιων. τ. ἐπιτάμνω) [τέμνω] συντομεύω, συμπτύσσω, μικραίνω τη χρονική διάρκεια («ἡ δέ Κτησίου διήγησις, ὡς ἐπιτέμνοντι πολλά συντόμως ἀπαγγεῑλαι», Πλούτ.) αρχ. 1. χαράζω, σχίζω, κάνω τομή («λίθῳ ὀξέι τὸ ἔσω τῶν χειρών παρά τοὺς… …   Dictionary of Greek

  • μανός — I Επώνυμο παλαιότατης και ονομαστής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στην πολιτική, κοινωνική και στρατιωτική ζωή από τον 17ο έως και τον 19ο αι. 1. Αλέξανδρος (1755 – 1815). Αξιωματούχος του Πατριαρχείου… …   Dictionary of Greek

  • μειώνω — (ΑM μειῶ, όω, Μ και μειώνω) [μείων] 1. κάνω κάτι μικρότερο, ελαττώνω, λιγοστεύω, μικραίνω (α. «θα μειωθεί η στρατιωτική θητεία» β. «τούτων ἐμείωσε τὸν ὁπλισμὸν οὐ μόνον τοῑς θώραξιν ἀλλὰ καὶ ταῑς περικνημῑσιν», Διον. Αλ. γ. «ὁ μὲν μεὶς ἀπὸ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • μικροποιώ — μικροποιῶ, έω (Α) [μικροποιός] καθιστώ κάτι μικρό, μικραίνω, ελαττώνω κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”